- κοσμηματογράφος
- οαυτός που ζωγραφίζει κοσμήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοσμηματογράφος — ο 1. αυτός που ζωγραφίζει κοσμήματα 2. ο διακοσμητής τοίχων, οροφών, δαπέδων ή προσόψεων οικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμημα + γράφος (< γράφω), πρβλ. επιστολο γράφος ιστοριο γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό σύγγραμμα Πανδώρα] … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
κοσμηματογραφία — η 1. η τέχνη τού κοσμηματογράφου 2. το τυπογραφικό κόσμημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμηματογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Λύσανδρο Καφταντζόγλου] … Dictionary of Greek
κοσμηματογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοσμηματογραφία ή στον κοσμηματογράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμηματογράφος. Η λ., στον τ. κοσμηματογραφική, μαρτυρείται από το 1886 στον Πλάτωνα Δρακούλη] … Dictionary of Greek